- ἀκερσεκόμης
- ἀ-κερσε-κόμης (κείρω, κόμη): with unshorn hair; Φοῖβος, Il. 20.39†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ἀκερσεκόμης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμης — with unshorn hair masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Akersekomhs — Ἀκερσεκόμης, ου, ist ebenfalls ein Beyname des Apollo, allein, auch mit vorhergehendem in der Abstammung und Bedeutung einerley. Cf. Hesych. in Ἀκερσεκόμης. Gyrald. Synt. VII. p. 244 … Gründliches mythologisches Lexikon
ἀκερσεκόμαι — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμην — Ἀκερσεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμην — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμου — Ἀκερσεκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμου — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκερσεκόμῃ — Ἀκερσεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερσεκόμῃ — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)